- ἀρτίτοκος
- ἀρτίτοκοςnew-bornmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτιτόκος — ἀρτιτόκος, η (Α) αυτή που γέννησε προ ολίγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας < αρτι * + τοκος < τόκος (βλ. λ. αρτίτοκος)] … Dictionary of Greek
αρτίτοκος — ἀρτίτοκος, ον (Α) 1. ο νεογέννητος 2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί + τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο … Dictionary of Greek
ἀρτιτόκος — ἀρτίτοκος new born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτόκον — ἀρτίτοκος new born masc/fem acc sg ἀρτίτοκος new born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίτοκον — ἀρτίτοκος new born masc/fem acc sg ἀρτίτοκος new born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτόκοι — ἀρτίτοκος new born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτόκοιο — ἀρτίτοκος new born masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτόκοις — ἀρτίτοκος new born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτόκοισιν — ἀρτίτοκος new born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτόκου — ἀρτίτοκος new born masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)